ἐφθαρμένους

ἐφθαρμένους
φθείρω
destroy
perf part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξένιος — ξένιος, ία, ον, αττ. τ. ξένιος, ον, ιων. τ. ξείνιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίλο ή ξένο ή σε φιλία ή φιλοξενία 2. ξένος 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ξένιος α) προσωνυμία τού Διός, ως προστάτη τών ξένων και τών φίλων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”